Του Λευτέρη Π. Παπαδόπoυλου
Ηταν 21η Απριλίου του 1967. Βρισκόμουνα στο Μόναχο, μαζί με 15 άλλους δημοσιογράφους. Μας είχε καλέσει η Μπε Εμ Βε, να επισκεφθούμε το εργοστάσιό της. Είχαμε φύγει από την Αθήνα στις 19 του μήνα και θα επιστρέφαμε στις 22. Μέναμε στο ξενοδοχείο «Ρεγγίνα Παλλάς», όπου είχε υπογραφεί το 1938 η συμφωνία του Χίτλερ με τον Τσάμπερλεν, για μια «έντιμη ειρήνη» (εμένα μου λες;).
Ημουνα χαρμάνης για τσιγάρο και πρωί πρωί κατέβηκα στη ρεσεψιόν ν΄ αγοράσω κάνα πακέτο «Ασσο». Επεσα πάνω στον Βαγγέλη Ανδρουλιδάκη και τον Γιάννη Μαρίνο. «Είσαστε για μια πρέφα, ώσπου να πάμε για φαγητό;» ρώτησε ο Ανδρουλιδάκης. Ανεβήκαμε στο
δωμάτιό μου. Εβγαλα από τη βαλίτσα μου την τράπουλα. Ανακάτεψα. Εκοψε ο Μαρίνος. Μοίρασα.
«Πάσο» είπε ο ένας. «Πάσο» κι ο άλλος.
«Τα παίρνω». Ανοιξα τα χαρτιά μου και μέλωσα: είχα οχτώ καθαρές μπάζες! «Εφτά αχρωμάτιστα» έριξα το δόλωμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν ο Κώστας Νικολόπουλος, ένας από τους ιδιοκτήτες του «Εθνους».
«Τα ΄μαθες;». «Τι να μάθω;». «... Καλώς τα δεχτήκαμε! Δικτατορία στην Ελλάδα!».
Μου ΄πεσε το ακουστικό απ΄ το χέρι! «Τι έγινε;», έκανε ανήσυχος ο Ανδρουλιδάκης. Εδωσα, με δυο λόγια, την είδηση. Ο Μαρίνος χλώμιασε. Ο Ανδρουλιδάκης πετάχτηκε προς το τηλέφωνο και ζήτησε να συνδεθεί με την κόρη του, που σπούδαζε στο Λονδίνο (ή το Παρίσι). Θυμάμαι τις δυο λέξεις που είπε, με λαχτάρα και αγωνία: «Παιδί μου!». Κατεβήκαμε και οι τρεις στο ισόγειο. Είχαν μαζευτεί εκεί γύρω όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι. Ζωηρές συζητήσεις, απόγνωση, «πληροφορίες» από το «Ράδιο Αρβύλα» για τη σύνθεση της δικτατορικής κυβέρνησης.
Την άλλη μέρα έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα.
Φοβόμουνα ότι θα με πιάσουν, γιατί είχα ανοιχτές παρτίδες με τη Δεξιά και τους αποστάτες! Ιδίως με τον Χρ. Αποστολάκο.
«Καλό κουράγιο», μου είπε ο Βασίλης Θασίτης και μου έδωσε 100 μάρκα. Ο Μαρίνος είχε μόνο ένα δεκάμαρκο. Μου το άφησε στη χούφτα, καθώς με αποχαιρετούσε. «Το ξενοδοχείο σου είναι πληρωμένο για τρεις νύχτες ακόμη», μου ψιθύρισε ο Θασίτης. Το πούλμαν με τους συναδέλφους ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Μ΄ έπιασε απελπισία. Εκατσα σε μια πολυθρόνα και βάλθηκα να καπνίζω. Παφπουφ. Στο δεύτερο τσιγάρο μπήκαν στο ξενοδοχείο και με πλησίασαν πέντε έξι νεαροί Ελληνες φοιτητές, οργανωμένοι στη Νεολαία της Ενωσης Κέντρου. Ποιος τους είχε ειδοποιήσει; «Μάθαμε ότι δεν έφυγες και ήρθαμε να βοηθήσουμε...». Ξέρω ότι ζει στη Γερμανία ο παιδικός μου φίλος Αγγελος Μαρόπουλος...» είπα. «Βέβαια. Δουλεύει στην Ντόιτσε Βέλε και το σπίτι του είναι στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, κοντά στη Βόννη».
Την επομένη, είδα τον Αγγελο να με περιμένει στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μαζί του, ο Γιώργος Βουκελάτος, ο Γιώργος Παπαδόπουλος και, νομίζω, ο Κώστας Νικολάου. Τα είχα χαμένα. Και από τα 110 μάρκα, μου είχαν απομείνει 32. Πήγαμε σε ένα «εστιατόριο». Μπουκιά και ερώτηση. Ερώτηση και απάντηση. «Τι έμαθες;». «Τίποτα». «Πιάσανε, λέει, τον Ψαθά». «Δεν έχω ιδέα».
Από μνήμη δεν πάω καλά. Αλλά την 21η Απριλίου 1967 τη θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια. Στιγμή με στιγμή. Και δεν θα την ξεχάσω ποτέ.