"δεν υπάρχει τίποτα το υπερφυσικό σε κανένα επίπεδο. Ότι σήμερα θεωρούμε υπερφυσικό, μετά την κατανόηση του θα εμφανιστεί εντελώς φυσιολογικό."
Τζ. Ραίν
Στον κόσμο της παραψυχολογίας, υπάρχει μια βασική διάκριση ανάμεσα στο φαινόμενο των φαντασμάτων και αυτό των πνευμάτων. Η διαφορά βρίσκεται στην δυνατότητα οπτικής αντιλήψεις του φαινομένου. Έτσι τα μεν φαντάσματα μπορούν να γίνουν ορατά από τον παρατηρητή, ενώ αντίθετα τα πνεύματα γίνονται αντιληπτά μόνο μέσου ενός διαμέσου (medium) ή μέσα από ήχους ή μετακινήσεις αντικειμένων. Ένα λοιπόν από τα ποιο συχνά παρατηρούμενο φαινόμενο επαφής με πνεύμα αποτελούν οι περιπτώσεις γνωστές και ως poltergeist, φαινόμενο που ο ιδρυτής της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών του Λονδίνου Myers, παρατήρησε πως αποτελεί ξεχωριστό από τις περιπτώσεις στοιχειώσεων.
Ο όρος poltergeist σχηματίζεται από τις λέξεις 'poltern' που σημαίνει 'χτυπώ' και 'geist' που σημαίνει 'πνεύμα'. Με αυτό τον όρο περιγράφονται όλα εκείνα τα περιστατικά όπου μια αόρατη μορφή προκαλεί αναταραχή σε ένα χώρο μέσα από ήχους (όπως ξύσιμο τοίχων, μετακινήσεις αόρατων επίπλων κα.), μετακινήσεις αντικειμένων αλλά και με επιθέσεις σε ανθρώπους ή ζώα. Κρίνοντας από τον ίδιο τον όρο που δόθηκε στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό χώρο, η στάση των ανθρώπων ήταν μάλλον εχθρική αφού νοούνται τα πνεύματα αυτά ως κακόβουλα και επικίνδυνα για την ανθρώπινη σωματική υγεία. Αντίθετα με την αντίληψη αυτή μοιάζει να είναι ο συνηθέστερος όρος που έχει επικρατήσει στον Ελλαδικό χώρο ('θορυβοποιό πνεύμα') που σαφώς περιορίζετε σε αόρατη πυγή ήχων και γιατί όχι και μετακινήσεις αντικειμένων που σπάνια όμως έρχονται σε άμεση επαφή με τον ίδιο τον παρατηρητή. Υπάρχει εδώ λοιπόν μια σημαντική διαφορά μέσα από την χρήση διαφορετικών όρων; Μια λαογραφική μελέτη στην Ελληνική παράδοση ίσως θα μπορούσε να ρίξει περισσότερο φως.
Το φαινόμενο poltergeist σίγουρα δεν αποτελεί ένα σύγχρονο παραδοξολογικό φαινόμενο, αντίθετα φαίνεται να έχει περιγραφές του από την αρχαιότητα ακόμη, αν και η πλειονότητα των αναφορών ξεκινά των 16ο αιώνα. Ιδιαίτερη όμως προσοχή μοιάζει να ξεκινά από τον 18ο αιώνα όπου η ερμηνεία των φαινομένων συνοδευόταν πάντα από την εύκολη λύση σκανταλιάρικων παραμελημένων πνευμάτων, μαγείας ή και δαιμονοπληξίας. Έρευνα των παραψυχολόγων Gauld και Cornell (στα τέλη του 1970) έδειξε πως 9% των περιπτώσεων αποδίδονταν σε παρουσία δαιμόνων, 7% σε μάγισσες και μόνο 2% σε πνεύματα νεκρών. Η ίδια έρευνα (μια καταγραφή και συστηματική ανάλυση 1800 περιπτώσεων ανά τον κόσμο) έδειξε και την παρουσία κάποιον βασικών χαρακτηριστικών: 64% των περιπτώσεων poltergeist αφορά μετακινήσεις μικρών αντικειμένων, 58% των περιπτώσεων είχαν έντονη δραστηριότητα στις νυχτερινές ώρες, 48% ακούγονταν χτύποι στο χώρο, 36% αφορούσε την μετακίνηση μεγάλων αντικειμένων, 24% των περιπτώσεων διαρκούσε πάνω από ένα έτος και 12% ανοιγόκλειναν πόρτες και παράθυρα. Πέρα από τις παρατηρήσεις αυτές, αξίζει να συμπληρώσουμε πως υπάρχουν και συχνά περιστατικά με βροχές από πέτρες, ουρλιαχτά, αηδιαστικές μυρωδιές, παρενοχλήσεις σε τηλεφωνικές ή άλλες ηλεκτρικές συσκευές και φώτα, και πιο σπάνια εμφανίσεις οπτασιών ή ακόμη και επίθεση (βίαιη ή σεξουαλική) απέναντι σε ανθρώπους και ζώα.
Αν και το φαινόμενο των poltergeist είναι το πιο συχνά παρατηρήσιμο, δεν μοιάζει να έχει πάντα μια παραφυσική πυγή. Ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, διατυπώθηκε η θεωρία του 'μικρού άτακτου κοριτσιού' από τον παραψυχολόγο Πόντμορ, ο οποίος θεωρούσε πως το φαινόμενο συχνά έβρισκε την εξήγηση του στις φάρσες και στα έξυπνα τεχνάσματα παιδιών με ευέξαπτη φαντασία (παραπέμπουμε εδώ τον αναγνώστη να μελετήσει την γνωστή απάτη των μικρών αδελφών Wright το 1917 με τις φωτογραφίες νεραϊδών). Το να θεωρήσουμε όμως το φαινόμενο ως προϊόν απάτης σίγουρα δεν μπορεί να εξηγήσει όλα τα περιστατικά! Σύμφωνα λοιπόν με τον ψυχολόγο Γκόλντ, από τις 500 περιπτώσεις poltergeist που ερεύνησε ο ίδιος, το 8% θεωρήθηκαν ως απάτη ενώ μονάχα το 1% αποδόθηκε σε φυσικά αίτια. Εξαίροντας λοιπόν τις ερμηνείες ορισμένων παραψυχολόγων και πνευματιστών σχετικά με την εκδηλωτική δύναμη των πνευμάτων, οι περισσότεροι ερευνητές έχουν επικεντρωθεί πλέον στην ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου.
Ήταν το 1930 όταν ο ψυχολόγος Fodor πρότεινε την θεωρία της συσχέτισης των poltergeist με την ανθρώπινη προσωπικότητα. Με βάση την θεωρία αυτή, ένα άτομο γίνεται προσωρινά ικανό να εκδηλώσει φαινόμενα ψυχοκίνησης δίχως το ίδιο να έχει συνειδητή επίγνωση ή έλεγχο πάνω τους. Το άταχτο πνεύμα που εκδηλώνεται, ερμηνεύετε ως ένα 'δέμα προβαλλόμενων καταστολών'. Ο Fodor παρατήρησε πως κάποιος απόκρυφος φόβος, σεξουαλικές απογοητεύσεις ή ενοχή που βρίσκεται στο προσωπικό ασυνείδητο του ατόμου μπορεί να παράγει έντονες εξωτερικεύσεις ακόμη και με την μορφή ψυχοκίνησης. Η παρουσίαση της θεωρίας έγινε επιτυχημένα όταν ο ίδιος είχε ασχοληθεί το 1938 με το περιστατικό γνωστό ως 'Thorton Heath poltergeist' κατά το οποίο μια γυναίκα, εκδήλωνε τις απωθήσεις τις μέσα από βιαία ξεσπάσματα τύπου poltergeist με την μορφή επιθέσεων βρικόλακα!
Σε παρόμοιο περιστατικό στο οποίο ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου μελέτησε προσωπικά, το 'πνεύμα' βρήκε την γαλήνη του μονάχα όταν ο έφηβος εκδήλωσε ελεύθερα το φυσικό του ταλέντο για την ζωγραφική που πιο πριν είχε περιοριστεί από το περιβάλλον του σημαντικά. Η εκδήλωση των ενορμίσεων του διαμέσου της τέχνης μοιάζει να σταμάτησε κάθε ψυχοκινητική εκδήλωση. Μονάχα μετά από χρόνια τα φαινόμενα φαίνεται να επανήλθαν ηπιότερα, όταν το άτομο βρισκόταν υπό κατάσταση άγχους το οποίο όμως δεν δέχονταν να το αποδεχτεί συνειδητά!
Τριάντα χρόνια μετά τον Fodor, μελέτη του Roll (μέλος του Ιδρύματος Ψυχικών Ερευνών της βόρειας Καρολίνας) ενίσχυσε τον ανθρώπινο ψυχολογικό παράγοντα. Μελετώντας λοιπόν 116 περιπτώσεις παρατήρησε την παρουσία συγκεκριμένων μοτίβων από το φαινόμενο που ο ίδιος αποκαλεί 'αυτογενή περιοδική επανάληψη ψυχοκινητικών φαινομένων'. Αθέλητη λοιπόν έκφραση θυμού και εχθρικότητας δια μέσου ψυχοκινητικών εκδηλώσεων που συνήθως διαρκούσαν από μερικές ώρες έως και μήνες, ήταν ένα σύνηθες παρατηρούμενο φαινόμενο που συνόδευε παιδιά ή εφήβους που δεν μπορούσαν διαφορετικά να εκδηλωθούν ελεύθερα.
Ως μια πράξη 'μεγάφωνο' θεωρείται το φαινόμενο poltergeist και από τον ψυχίατρο Έρενβαλτ ο οποίος θεωρεί την εκδήλωση ψυχοκίνησης υπό αυτή την μορφή, ως έχει κάποια αξία υποκατάστασης για το άτομο που συχνά είναι καταπιεσμένο από το περιβάλλον του, έχει καταλογιστεί σαν παρανοϊκό ή παραγνωρίζεται η προσωπική του αξία. Συμπληρώνει μάλιστα πως οι εκδηλώσεις poltergeist πρέπει να εκτιμηθούν σαν ασυνείδητες τακτικές που αποβλέπουν να καλυτερέψουν μια ανθρώπινη κατάσταση ή ακόμη σαν προσπάθειες αυτοθεραπείας. Πιθανή ίσως επιβεβαίωση να δίνεται και από την έρευνα του Γκόλντ όπου μόνο το 24% των 500 περιπτώσεων που είχε μελετήσει, κράτησαν πάνω από ένα χρόνο. Το ξαφνικό ξεκίνημα και σταμάτημα των δραστηριοτήτων αυτών δίνει την υπόνοια πως τα φαινόμενα, όπως και τα συμπτώματα του πυρετού, δεν αντιπροσωπεύουν την ασθένεια την ίδια, αλλά την θεραπεία της.
Μπροστά όμως σε αυτή την προσπάθεια ψυχολογοποίησης του παραδόξου, πολλά είναι τα ερωτήματα των ερευνητών: Ποια λοιπόν μπορεί να είναι αυτά τα χαρακτηριστικά των ατόμων που εκδηλώνουν poltergeist; Με βάση ποιους μηχανισμούς μπορεί να εκδηλωθούν; Είναι δυνατόν να υπάρχει ψυχοκινητική ικανότητα στον άνθρωπο; Και εν τέλει, μπορούν όλα τα φαινόμενα poltergeist να ερμηνευθούν με αυτό τον τρόπο;
Φαίνεται πως τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς είναι κοινά σε όλα τα άτομα γύρω στα οποία επικεντρώνεται το φαινόμενο poltergeist. Έτσι πιστεύεται πως άτομα με άλυτες συναισθηματικές εντάσεις είναι περισσότερο ικανά για την πρόκληση του φαινομένου. Συχνά στην προσωπικότητα των ατόμων αυτών υπάρχουν αγχωτικές αντιδράσεις, μετατραυματικές υστερίες, φοβίες, μανιακή συμπεριφορά, ιδεοληψίες, επιδράσεις αποσύνδεσης και σχιζοφρενική συμπτωματολογία. Συχνά πάλι οι έφηβοι που προκαλούν poltergeist έχουν μια γενικότερη αδυναμία στο να εκδηλώνουν τα συναισθήματα τους (και ιδιαίτερα αυτά της οργής) και τις απογοητεύσεις τους. Η σχέση της επιθετικότητας με την ψυχοκίνηση (και φυσικά με το φαινόμενο που μελετάμε) φαίνεται να αποδεικνύεται και πειραματικά αφού κατά την διάρκεια ψυχοκινητικών πειραμάτων, οι συμμετέχοντες παρουσιάζουν εγκεφαλικά κύματα ρυθμού Θ (4-7 c/sec), ρυθμούς που επίσης παρουσιάζουμε όταν είμαστε θυμωμένοι. Φαίνεται τέλος πως για την δημιουργία των φαινομένων είναι απαραίτητη και η χρήση των ανώτερων κέντρων του εγκεφάλου γιατί τα περιστατικά poltergeist δεν πραγματοποιούνται όταν το άτομο/πυγή κοιμάται (αντίθετη με την θεώρηση αυτή βρίσκεται ο συγγραφέας αφού στο περιστατικό με το οποίο ο ίδιος είχε την ευκαιρία να μελετήσει, υπήρξε τουλάχιστον μια εκδήλωση ψυχοκινητικότητας εν ώρα ύπνου).
Ο ακριβής τρόπος με τον οποίο όμως γίνεται η εκδήλωση ψυχοκινητικότητας (ως εκδήλωση άλυτων ψυχικών συγκρούσεων) μοιάζει ακόμη άγνωστος. Είναι πιθανό όμως η όλη διαδικασία να ακολουθεί την γνωστή έκφραση συμπτωμάτων όπως αυτή περιγράφεται στην ψυχαναλυτική σχολή. Η διαμόρφωση ψυχονευρωτικών συμπτωμάτων λοιπόν αποτελεί την έκφραση ψυχικών συγκρούσεων ανάμεσα στις δυνάμεις που τείνουν να γίνουν συνειδητές και στους μηχανισμούς που τείνουν να προστατεύσουν το Εγώ. Έτσι, ποικίλες αναμνήσεις και συναισθήματα που εξαιτίας της απώθησης καταλήγουν στο χώρο του ασυνειδήτου, τείνουν να γυρίζουν στο φως της συνείδησης.
Εμπόδιο στην πορεία βρίσκεται η παρουσία των μηχανισμών άμυνας του Εγώ που τείνουν να τροποποιήσουν την μορφή των απωθημένων στοιχείων. Φυσικά στην πορεία εξέλιξης του ατόμου, η οποιαδήποτε εσωτερική σύγκρουση δεν γεννά ψυχοπαθολογική συμπεριφορά παρά μπορεί να ενεργοποιεί και μηχανισμούς άμυνας που να σχηματίζουν και αυτοί λίγο περισσότερο το οικοδόμημα που λέγετε προσωπικότητα. Η προσπάθεια όμως των μηχανισμών αυτών έχουν βασικό σκοπό την προστασία του Εγώ διαμέσου την μετατροπή του αρχικού ασυνείδητου μηνύματος. Αν η μετατροπή αυτή δεν πραγματοποιηθεί σε βαθμό μεγάλο τότε το άτομο βιώνει άγχος, κυριαρχείται από εφιάλτες ή εκδηλώνει ψυχοπαθολογικά συμπτώματα.
Παρόμοια λοιπόν με την ψυχανάλυση, έτσι και στις περιπτώσεις poltergeist μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα πιθανό μηχανισμό εξωτερίκευσης μιας τέτοιας σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτό που θέλει το άτομο και σε αυτό που επιθυμεί το σύνολο. Η ψυχοκινητικότητα αυτή λοιπόν μοιάζει σαν ένας τρόπος εξωτερίκευσης, εκδραμάτισης και προβολής κάποιων ασυνείδητων περιεχομένων, συγκρούσεων αλλά και προτύπων συμπεριφοράς που για ποικίλους λόγους δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν. Παράλληλα η εκδήλωση αυτή (όπως άλλωστε συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας) μπορεί να κρύβει και ένα δευτερεύον κέρδος, αυτό της πρόκλησης προσοχής των άλλων.
Ενδιαφέρον έχει επίσης να τονίσουμε την σχέση του συμπτώματος με την ψυχική ταλαιπωρία. Σε ψυχοπαθολογικές λοιπόν περιπτώσεις, το άτομο συχνά βιώνει το σύμπτωμα δυστονικά προς τον εαυτό του, του προκαλεί λοιπόν στεναχώρια, θλίψη και προβλήματα στην καθημερινή του ζωή. Αυτό οφείλεται στην τιμωριτική στάση του Υπέρ-Εγώ που έρχεται να καταδικάσει την εκδήλωση των ασυνείδητων στοιχείων. Συμβαίνει κάτι ανάλογο στις περιπτώσεις poltergeist; Μπορούμε να δούμε τις ψυχοκινητικές εκδηλώσεις ως δυστονικές ή απλά ως ένα μηχανισμό άμυνας του Εγώ με εκφραστικά προς το περιβάλλον χαρακτήρα; Αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα που αξίζει να προβληματίσει τους ερευνητές.
Επίσης ερώτημα όμως τίθεται και στο κατά πόσο ο άνθρωπος είναι δυνατόν να εκδηλώσει ψυχοκινητικά φαινόμενα καθώς επίσης να εκφράσει τον ψυχισμό του μέσα από ένα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο. Φυσικά ως απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος βρίσκονται όλα εκείνα τα περιστατικά ερευνητών που έχουν προαναφερθεί και που φαίνεται πως μέσα από ψυχοθεραπεία μπόρεσαν να προσφέρουν μια διαφορετική δίοδο εκδήλωσης ψυχικής ενέργειας. Συμπλήρωμα ίσως εδώ αξίζει να γίνει από την μελέτη των περιστατικών στιγματισμού. Ένα φαινόμενο ιδιαίτερα γνωστό στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία όπου στο σώμα πιστών εμφανίζονται (και συχνά για μεγάλο διάστημα) μώλωπες ή και αιμορραγίες σε σημεία παρόμοια με αυτά που η παράδοση θέλει να έχει πληγωθεί ο Χριστός. Ο θρησκευτικός ζήλος των ατόμων αυτών εύκολα μπορεί να ερμηνεύσει το ψυχοσωματο-μετατροπικό αυτό φαινόμενο. Έρευνα μάλιστα του γιατρού Ράτνοφ (1969) σε 60 περιστατικά που προκαλούσαν μώλωπες στο σώμα τους δίχως να υπάρχει κάποια εξωτερική πυγή, έδειξε καθαρά τον σημαντικό ρόλο της ψυχολογίας. Υστερικές προσωπικότητες που ζούσαν συχνά σε μια ιδιαίτερα αγχοτική ζωή, με τάσεις αυτοτραυματισμού και μαζοχιστικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, είχαν την ικανότητα να προκαλούν μώλωπες ακόμη και αιμορραγίες στο σώμα τους!
Αναφορικά τώρα για την δυνατότητα εκδήλωσης ψυχοκινητικότητας, αξίζει ίσως να αναφερθούμε στην προσπάθεια 8 ερευνητών στο Τορόντο το 1972 όπου κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα δικό τους πνεύμα, τον Φιλίπ. Ο Φιλίπ ένα πνεύμα καθαρά φανταστικό, εκδηλώθηκε μέσα από ανυψώσεις επίπλων και άλλες δραστηριότητες που αποδείκνυαν την επίδραση του νου πάνω στην ύλη. Μια παρόμοια πετυχημένη προσπάθεια είχε γίνει δυο χρόνια πριν, από τον ψυχολόγο Μπάτσελορ ο οποίος στην δική του ομάδα παρήγαγε αρχικά τεχνικά παραφυσικά φαινόμενα ενώ έπειτα τα μέλη της ομάδας κατάφεραν να εκδηλώσουν ανυψώσεις αντικειμένων από μόνοι τους. Έτσι έρευνες σαν και τις παραπάνω έκαναν επιστήμονες, σαν τον ψυχολόγο Μπέλοφ να θεωρήσουν πως υπό ορισμένες συνθήκες που παραμένουν ακόμη ασαφείς, μια ιδέα ή μια πρόθεση που μορφοποιείται στο μυαλό μπορεί αυτόματα να υποχρεώσει ένα υλικό σύστημα να δράσει κατά τέτοιο τρόπο που να εκφράσει αυτή την ιδέα ή την πρόθεση. Η ικανότητα λοιπόν του ατόμου να επιβάλλεται στο περιβάλλον του δημιουργώντας δραστηριότητες παρόμοιες μ'αυτές ενός άτακτου πνεύματος, φαίνεται πως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα. Μπορούν όμως όλα τα περιστατικά να κατανοηθούν με βάση την ψυχολογία;
Η ψυχολογική στάση απέναντι στο φαινόμενα έχει δεχθεί σημαντικές αμφισβητήσεις. Οι παραψυχολόγοι Gauld και Cornell, εναντιώνονται στην θεωρία της ψυχολογικού παράγοντα βασισμένοι στην κριτική που γίνεται συνεχώς στα ψυχολογικά τεστ (τα οποία και χρησιμοποιήθηκαν και στις μελέτες των ερευνητών/οπαδών της θεωρίας του ψυχολογικού παράγοντα). Από την άλλη πλευρά, ο ψυχίατρος Stevenson προτείνει μια ενδιάμεση λύση υπενθυμίζοντας την αρχική πίστη σε επαφή με πνεύματα. Παρατηρεί μάλιστα πως σε περιπτώσεις ψυχολογικού παράγοντα, τα φαινόμενα είναι συνήθως βίαια και φαινομενικά δίχως σκοπό. Αντίθετα αυτά που πιθανόν να πηγάζουν από την λειτουργία ενός πνεύματος, έχουν συνήθως μια επικοινωνιακή ευφυή δομή καθώς και σκοπιμότητα στις μετακινήσεις αντικειμένων.
Η στάση του συγγραφέα πάντως είναι περισσότερο κοντά στην θεωρία του ψυχολογικού παράγοντα και αυτό διότι η ύπαρξη πνευμάτων αποτελεί ένα μεγάλο ξεχωριστό, ασαφές ακόμη, κεφάλαιο της παραψυχολογίας που όμως έχει σοβαρές φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ανεξάρτητα πάντως με την ερμηνεία που δίνεται από τον εκάστοτε ερευνητή, οι αποδείξεις της θεωρίας τους ψυχολογικού παράγοντα είναι πολύ ισχυροί για να διαγραφούν. Σημαντική λοιπόν είναι η διάκριση ενός φαινομένου poltergeist με ψυχολογικό παράγοντα, να γίνεται από οποιαδήποτε άλλη πιθανή πυγή, όταν και εφόσον διακρίνονται δυο βασικά στοιχεία:
Ι) τα φαινόμενα θα πρέπει να επικεντρώνονται πάντα γύρω από ένα άτομο και πάντα υπό την παρουσία του.
ΙΙ) το άτομο αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί ψυχοδιαγνωστικά έτσι ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί εντός των ψυχολογικών κριτηρίων και χαρακτηριστικών που προαναφέρθηκαν.